Οι γυναίκες είναι μια διαρκης πίκρα για τους παροικούντες στο στρατόπεδο.
Είναι τόσο απούσες και τόσο παρούσες ταυτόχρονα, ως αντικείμενο πόθου, συζήτησης, τσατίλας, αγάπης, βρισιδιού, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Οι κουβέντες που κάνουν οι άντρες μεταξύ τους για τις γυναίκες είναι τραγωδία. Και μόνο το γεγονός ότι η κατάσταση ορίζεται ως «άντρες» και «γυναίκες» είναι αρκετό για να τις προκαταβάλλει. Το χειρότερο είναι ότι μέσα στο στρατόπεδο, αυτές οι ορίζουσες τη συζήτηση θεωρούνται αυτονόητες. Στην πραγματική ζωή, η παρουσία των γυναικών στον έξω κόσμο τιθασεύει τις μαλακίες που μπορούν να ακουστούν σε μια αντροπαρέα. Είναι κλασικό, όταν μπαίνεις σε ένα ταξί με μια γυναίκα που δεν γνωρίζεις και αυτή η γυναίκα φεύγει, να παίξει σχόλιο από τον ταξιτζή – συνήθως κάτι για την εμφάνιση της, για την ώρα που ήταν έξω ή κάποια αμπελοφιλοσοφία για τις γυναίκες γενικότερα (νομίζω ότι οι άντρες που θα το ακούσουν αυτό το έχουν σίγουρα ζήσει). Το στρατόπεδο είναι σαν ένα πελώριο ταξί αυτού του τύπου. Η αντρική «ενδοεπικοινωνία» θεωρείται δεδομένη. Γι’ αυτό και η μαλακία είναι απεριόριστη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι φαντάροι εξασκούνται στο σπορ. Είναι εντυπωσιακό πόσοι πολλοί είναι αυτοί που ξεφεύγουν από – τουλάχιστον κάποιες σκοπιές – του κατεστημένου «ανδρισμού». Έτσι, βλέπεις εντυπωσιακά πολύ κόσμο να σπάζεται με τις ατελείωτες συζητήσεις για το ποδόσφαιρο (λες και αυτές αυτονόητα θα έπρεπε να αφορούν όλους και δικαιωματικά πρέπει να επικαλύπτουν τα πάντα) ή σε ηλίθιες συζητήσεις για «γκόμενες», πολύ δε περισσότερο σε εθνομαλακίες (που είναι ομολογουμένως ανύπαρκτες, τουλάχιστον στους φαντάρους). Απλώς, οι αντιλήψεις αυτές (όλες μαζί) δεν είναι ενιαίες και συνήθως χάνονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα που ευνοεί την κυρίαρχη άποψη.
Συμπερασμα; Τίποτα καλό δεν μπορεί να προέλθει από μια (μικρό)κοινωνία που τόσο βάναυσα αποκλείει το μισό και πλέον κομμάτι της. Είναι άλλη μια απόδειξη γιατί το συλλογικό υποκείμενο για το οποίο είχα γράψει στο post για την λούφα, δεν μπορεί παρά να οικοδομηθεί έξω από τους στρατώνες.
Το οποίον και με φέρνει σε μια άλλη σκέψη μου, με πρωταγωνιστή πάλι τις γυναίκες, αυτή τη φορά όμως όχι ως «γκόμενες», αλλά ως μανάδες.
Καταλαβαίνω πλέον πολύ καλά γιατί οι μανάδες (γυναίκες δηλαδή που δεν στρατεύονται σε καμιά πολεμική προσπάθεια, αλλά συμμετέχουν μέσω των παιδιών τους) είναι αυτές που καθορίζουν την νίκη ή την ήττα σε έναν πόλεμο.
Οι μανάδες είναι «ρυθμισμένες» με έναν αστείρευτο συναισθηματισμό σε σχέση με τα παιδιά τους, ειδικά δε με τα αγόρια τους. Ένα τάγμα νεοσύλλεκτων στρατιωτών που ορκίζεται είναι για τις μανάδες ένα γεγονός ικανό να προκαλέσει τα ισχυρότερα συναισθήματα. Ο πατριωτισμός - με τον οποίο τρέφουν οι κυρίαρχες τάξεις τις κυριαρχούμενες - χρησιμοποιεί πάντοτε αυτού του είδους τα συναισθήματα. Οι φαντάροι είναι «τα αγόρια μας», "our boys", για την ελληνική εθνική μυθολογία «της Ελλάδος τα παιδιά». Κάθε αντιμιλιταριστική προσπάθεια έχει να αντιμετωπίσει αυτό το δεσμό των μανάδων με τα στρατευμένα τέκνα τους, που διαμεσολαβείται από τον θεσμό που τα «φροντίζει» (τον στρατό) και την κυρίαρχη τάξη που τον λειτουργεί. Οι μανάδες είναι πολύ προσεκτικές στην κατάλυση αυτού του δεσμού, μιας και έχουν υπερβολικά πολλά να χάσουν.
Όταν όμως ο δεσμός αυτός σπάσει, τότε ο πόλεμος έχει αμετάκλητα χαθεί. Γιατί η τελευταία πίεση που δέχεται ο φαντάρος για να είναι στο στρατό, η πιο καθοριστική (περισσότερο από την οποιαδήποτε ιδεολογία ή ιδιοτελές συμφέρον), είναι η οικογενειακή, και σ’ αυτήν η μάνα παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Όταν οι μανάδες φτάσουν στο σημείο να αμφιβάλλουν για τον λόγο που τα παιδιά τους είναι σ’ έναν στρατώνα ή σ’ ένα χαράκωμα, το μισό της αντιμιλιταριστικής υπόθεσης έχει κερδηθεί. Τότε το βούρκωμα μπροστά στο θέαμα των νεοσύλλεκτων που ορκίζονται γίνεται οργή (και μάλιστα οργή με ένα πρωτοφανές βάθος, ανάλογο με αυτό που γεννά το γεγονός της εθνικής προδοσίας), κάτι που κανένα σύστημα δεν μπορεί να αντέξει.
Οι ταξικές διαφοροποιήσεις μέσα στον στρατό, οι κακουχίες, η κάθετη πειθαρχία, τα σώματα στρατιωτών έξω από τα σύνορα, όλα αυτά είναι απαραίτητα σε οποιοδήποτε εγχείρημα απονομιμοποίησης του στρατιωτικού θεσμού. Όμως, το βαθιά ανθρώπινο, μητρικό ενδιαφέρον της γυναίκας που στέλνει το παιδί της στο στρατό, είναι εκεί που εγώ θα έπαιζα τα λεφτά μου ως το πλέον πετυχημένο πεδίο των θιασωτών του αντι-πολέμου.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
BOB DYLAN
JOHN BROWN
John Brown went off to war to fight on a foreign shore.
His mama sure was proud of him!
He stood straight and tall in his uniform and all.
His mama's face broke out all in a grin.
"Oh son, you look so fine, I'm glad you're a son of mine,
You make me proud to know you hold a gun.
Do what the captain says, lots of medals you will get,
And we'll put them on the wall when you come home."
As that old train pulled out, John's ma began to shout,
Tellin' ev'ryone in the neighborhood:
"That's my son that's about to go, he's a soldier now, you know."
She made well sure her neighbors understood.
She got a letter once in a while and her face broke into a smile
As she showed them to the people from next door.
And she bragged about her son with his uniform and gun,
And these things you called a good old-fashioned war.
Oh! Good old-fashioned war!
Then the letters ceased to come, for a long time they did not come.
They ceased to come for about ten months or more.
Then a letter finally came saying, "Go down and meet the train.
Your son's a-coming home from the war."
She smiled and went right down, she looked everywhere around
But she could not see her soldier son in sight.
But as all the people passed, she saw her son at last,
When she did she could hardly believe her eyes.
Oh his face was all shot up and his hand was all blown off
And he wore a metal brace around his waist.
He whispered kind of slow, in a voice she did not know,
While she couldn't even recognize his face!
Oh! Lord! Not even recognize his face.
"Oh tell me, my darling son, pray tell me what they done.
How is it you come to be this way?"
He tried his best to talk but his mouth could hardly move
And the mother had to turn her face away.
"Don't you remember, Ma, when I went off to war
You thought it was the best thing I could do?
I was on the battleground, you were home . . . acting proud.
You wasn't there standing in my shoes."
"Oh, and I thought when I was there, God, what am I doing here?
I'm a-tryin' to kill somebody or die tryin'.
But the thing that scared me most was when my enemy came close
And I saw that his face looked just like mine."
Oh! Lord! Just like mine!
"And I couldn't help but think, through the thunder rolling and stink,
That I was just a puppet in a play.
And through the roar and smoke, this string is finally broke,
And a cannon ball blew my eyes away."
As he turned away to walk, his Ma was still in shock
At seein' the metal brace that helped him stand.
But as he turned to go, he called his mother close
And he dropped his medals down into her hand.
Λιάκο, τα είπες όλα.
Δεν το είχα υπόψιν μου το συγκεκριμένο.
Θα προσπαθήσω να το ακούσω. Οι στίχοι πάντως είναι όλα τα λεφτά.
Post a Comment