

Η είδηση είναι ότι ο Ρώσος μεγιστάνας Αμπράμοβιτς αγοράζει τέχνη με τη σέσουλα. Και δεν είναι ο μόνος. Η αγορά έργων τέχνης είναι πλέον ένα από τα πιο δημοφιλή σπορ των υπερ-πλούσιων του κόσμου. Και τα καλλιτεχνικά νέα απασχολούν πια όχι μόνο τις λευκές σελίδες των ένθετων για την τέχνη, αλλά και τις ροζ σελίδες για την οικονομία. Ένα κατατοπιστικό άρθρο για την νέα τάση υπάρχει εδώ:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_11/07/2008_277256.
Τι θα σημάνει αυτή η εξέλιξη για την τέχνη; Προφανώς μια άνθιση του «καλλιτεχνικού προϊόντος» τα επόμενα χρόνια. Η μεσαία τάξη θα υποστεί βέβαια μια συμπίεση στα εισοδήματά της, όπως όλα δείχνουν, και ο συγκεκριμένος κύκλος συμμετεχόντων στα καλλιτεχνικά δρώμενα θα αντιμετωπίσει δυσκολίες. Όμως, η τηλεοπτική εικόνα εύπορων μαζών που ενδιαφέρονται για την τέχνη (και δεν εννοώ τον κινηματογράφο, το θέατρο ή το βιβλίο, όσο τις εκθέσεις, τα μουσεία και τα φεστιβάλ) μπορεί να συντηρηθεί, ώστε το ενδιαφέρον των μεγιστάνων να μην μείνει μετέωρο. Βέβαια, ο κίνδυνος ότι η τέχνη θα διαμορφώνεται όλο και περισσότερο με βάση τις θελήσεις και τα γούστα της πλούσιας ελίτ που θα την αγοράζει και θα την χρηματοδοτεί θα είναι όλο και μεγαλύτερος.
Όμως, ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η σύγχρονη τέχνη, ακόμα και στην πιο πρωτοποριακή μορφή της, δεν περιορίζεται στους Αμπράμοβιτς. Υπάρχει ένας κίνδυνος βαθύτερος, πιο αθόρυβος και γι’ αυτό πιο ύπουλος. Ζώντας σε ένα παρατηρητήριο στο μέσο του Αιγαίου, μου είναι πιο εύκολο να τον διακρίνω.
Είναι οι καραβιές των προσφύγων που σκάνε κάθε μέρα από τις ακτές της Αφρικής και της Ασίας η βόμβα που πάνω της κάθεται ο σύγχρονος πολιτισμός της Δύσης. Άνθρωποι απελπισμένοι, κατά βάση από χώρες θύματα ιμπεριαλιστικών πολέμων – Αφγανιστάν, Ιράκ, Παλαιστίνη, Σομαλία - , πολλά γυναικόπαιδα, που έρχονται να αναζητήσουν άσυλο και λίγη από την ευημερία των δυτικών κοινωνιών. Πολλοί από αυτούς συλλαμβάνονται πριν μπουν στα φουσκωτά σκάφη που τους μεταφέρουν. Άλλοι αποτρέπονται από λιμενικά σκάφη της Ενωμένης Ευρώπης που επιτέλους βρήκε το νόημα της πολιτικής της ενοποίησης στο κυνηγητό «λαθρομεταναστών». Όσοι τα καταφέρνουν να βγουν απέναντι, συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε κέντρα υποδοχής – κρατητήρια, μέχρι να ολοκληρωθεί η καταδίκη τους για παράνομη είσοδο στην χώρα και να πάρουν το χαρτί της απέλασης. Στις 30 μέρες που έχουν στη διάθεση τους για να φύγουν, αρκετοί φτάνουν σε λιμάνια – στην Ελλάδα κυρίως στην Πάτρα – για να συνεχίσουν από κει, αν τα καταφέρουν, το ταξίδι προς τη Δύση. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται από το Γιβραλτάρ και τα ανοιχτά της Μάλτας μέχρι τις θάλασσες νότια της Ιταλίας και το Αιγαίο. Είναι μια θαλάσσια διαδρομή σημαδεμένη με αίμα, γιατί προφανώς στην παραπάνω περιγραφή λείπουν αυτοί που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στην άλλη πλευρά.
Είναι πολλή η συζήτηση για την οικουμενικότητα των δικαιωμάτων που γέννησαν οι ευρωπαϊκές αστικές επαναστάσεις, πολλές φορές και αρκετά παθιασμένη. Όμως το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν κατακτήσεις όπως το δικαίωμα ψήφου, ο περιορισμός της θρησκευτικής εξουσίας, τα δικαιώματα για τις γυναίκες και τις μειονότητες, είναι οικουμενικές ή όχι. Το ερώτημα είναι αν οι κατακτήσεις αυτές αποτελούν διαβατήριο για τους απελπισμένους του κόσμου που μας χτυπάνε την πόρτα ή αποτελούν κόκκινη κάρτα αποκλεισμού τους. Αν τα δικαιώματα αυτά είναι οικουμενικά, είναι αυτονόητο πως πρέπει να ανοίξουμε τις πόρτες και να δεχτούμε όλους όσους θέλουν να τα γευτούν. Αν όμως τα δικαιώματα αυτά μετατραπούν σε προϋποθέσεις για να ανοίξουμε την πόρτα μας, τότε δεν συνιστούν οικουμενικά δικαιώματα, αλλά περισυλλογή πτωμάτων.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την συζήτηση για την τέχνη; Νομίζω μεγάλη. Αν η πολιτική της Ευρώπης-φρούριο επικρατήσει, αν οι 18 μήνες προφυλάκισης και η οριστική καταδίκη προσφύγων που συλλαμβάνονται δεύτερη φορά περάσουν χωρίς σφοδρή αντίδραση, η τέχνη εντός των τειχών θα έχει χάσει οποιαδήποτε ηθική νομιμοποίηση. Θα είναι μια τέχνη αφυδατωμένη, ακόμα και αν στην μορφή και το περιεχόμενό της είναι πρωτοποριακή. Θα έχει χάσει το χαρακτηριστικό της γενικής απεύθυνσης σε όσους θέλουν να την απολαύσουν. Γιατί μετά τον 18ο αιώνα, στην Ευρώπη, η είσοδος των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο άλλαξε ριζικά και το τι είναι τέχνη, έκανε πρόταγμά της και την επιταγή να φτάνει η τέχνη σε όλους, όσο δύσκολο και αν γνωρίζουμε πως είναι αυτό και λόγω της τέχνης ως τέτοιας και λόγω της κοινωνίας όπως είναι σήμερα.
Η συζήτηση αυτή είναι βέβαια παλιά. Η άνοδος του φασισμού τον Μεσοπόλεμο έδωσε το έναυσμα για μια μεγάλη αντιπαράθεση στους κύκλους των καλλιτεχνών. Κρατάμε και την ανάγκη της στράτευσης στις πολιτικές προκλήσεις που θέτει μια εποχή και την αυτονομία της τέχνης που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγάλουμε εκτός καλλιτεχνικού κύκλου τον Σελίν και τον Πάουντ επειδή διαφωνούμε με τις πολιτικές πεποιθήσεις τους.
Όμως εδώ δεν τίθεται απλώς ένα ζήτημα στράτευσης της τέχνης. Ο ορατός κίνδυνος είναι πως μέσα στην Ευρώπη θα εξελίσσονται ίσως τα πιο πρωτοποριακά καλλιτεχνικά πειράματα, τη στιγμή που στα σύνορά της θα εκτελούνται τα στυγνότερα εγκλήματα. Ο Σελίν και ο Πάουντ μπορεί να κάνανε τέχνη. Όμως, μπορεί μια έκθεση ή ένα μουσείο με την πινακίδα στην είσοδο "Απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους και σε νέγρους" να στεγάζει τέχνη;
Αυτός ο κίνδυνος είναι για μένα η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η σύγχρονη τέχνη, αν δεν θέλει να καταλήξει σαν το φιλειρηνικό κίνημα του Ισραήλ - τόσο "πρωτοποριακό" και όμως τόσο ευνουχισμένο από τον τρόμο της πλημμυρίδας των Αράβων προσφύγων που θα επιστρέψουν στην παλαιστινιακή γη, αν υπάρξει ποτέ ειρήνη και δικαιοσύνη.
Μόνο ένα κίνημα που αντιστρατεύεται στην ρίζα της την εξουσία της ευρωπαϊκής κυρίαρχης τάξης μπορεί να διασώσει την τέχνη από μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Αν το κίνημα αυτό αγκαλιαστεί και από κομμάτια καλλιτεχνών, που θα φέρουν εντός του τόσο την προσωπική όσο και την "επαγγελματική" τους στράτευση, αυτό θα είναι ιδανικό.
Το βέβαιο είναι πως το μέλλον της σύγχρονης τέχνης είναι ακατάλυτα δεμένο με τους Αφγανούς που επιχειρούν να περάσουν καθημερινά τα θαλάσσια τείχη του Αιγαίου, έστω κι αν δεν την έχουν ακουστά ούτε στο ελάχιστο, έστω κι αν δεν έχουν δει ούτε ένα έργο του Φράνσις Μπέικον, σαν κι αυτά που αγόρασε με επευφημίες ο Αμπράμοβιτς.
(Tο post αυτό είναι κομμάτι της απολογίας μου για τις φορές που έχω χρησιμοποιήσει τη λέξη "λαθρομετανάστες" στο στρατόπεδο, ακολουθώντας εντολές. Οι φωτογραφίες από το νεκροταφείο της Μυτιλήνης.)