Wednesday, June 11, 2008

Νάστια

Τα είχα σκεφτεί όλα. Δεν πρόλαβα να σε δω όταν μπήκες στο νοσοκομείο και, όταν έλαχε η άδεια, το επισκεπτήριο είχε σταματήσει. Γι' αυτό θα 'γραφα ένα post για σένα και θα το διάβαζες μετά, σαν ένα γράμμα που θα το 'παιρνες μόλις μπορούσες. Και το ξέρω, θα χαιρόσουν πολύ, γιατί σε σκέφτονται οι φίλοι σου στα δύσκολα. Θα έσκαγες κι ένα φοβερό γελάκι, θα φωτιζόταν και η ελίτσα σου.
Αλλά εσύ τα χάλασες όλα ρε Νάστια. Σε όλα απρόβλεπτη και ανατρεπτική. Εντάξει τώρα, πριν τα 40; Δεν προβλέπονται τέτοια...
Αλλά έτσι ήταν. "Ώριμη" η Νάστια, αλλά δεν έβαλε ποτέ κανέναν πάνω από το κεφάλι της. Επαναστάτρια βλέπεις, από αυτές που τα πήρανε σοβαρά αυτά που διαβάσαν στα βιβλία μας. Και ζόρικη γκόμενα, (εντάξει, ξέρεις τώρα τι θέλω να πω...), ζόρικη συντρόφισσα. Γελάγαμε πάντα με τη σκληράδα της, κι όταν μίλαγε στα αμφιθέατρα και έξω. Και πολλές φορές πλακωνόμασταν, μπίλιες γινόμασταν μέχρι να ξεθυμάνουμε και να τρέξουμε να φιλιώσουμε μετάξυ μας, να στρίψουμε και κανένα τσιγάρο.
Έτσι ήταν η Νάστια. Μοιραζόμασταν την ίδια αίσθηση του χρόνου, το σύμπαν της ήταν η διαδήλωση, το συνέδριο, η εφημερίδα. Σ' αυτά η παρουσία της ήταν δεδομένη, κάπου θα έσκαγε με τη μηχανή και το δερμάτινο, και το αγορέ μαλλάκι. Αλλά στο μετά, όλο και θα κανόνιζε κάποια απόδραση, ακούραστο τυπάκι η Νάστια, τι νόμιζες γεράσαμε επειδή πατήσαμε τα -άντα.
Και τώρα, πώς θα σε ξεπροβοδίσουμε σήμερα ρε Νάστια; Θα μαστε όλοι εκεί, θα κρατάμε τις σημαίες με το χρώμα που λάτρευες κι εσύ θα λείπεις. Θα περιμένουμε από κάπου να φανείς, με τη μηχανή και το δερμάτινο, και το αγορέ μαλλάκι...
Θα φωνάξουμε δυνατά, όπως θα φώναζες κι εσύ για μας, σαν σε διαδήλωση.
Γιατί, γαμώτο, έφυγε μία από μας.

1 comment:

Svejk said...

Δεν χρειάζεται να ακούσεις

μερικές φορές απλώς καταλαβαίνεις

Απ’ την αντήχηση του τηλεφώνου στο άδειο δωμάτιο

στην άδεια τσέπη

σε οτιδήποτε άδειο μας περικυκλώνει

Δεν χρειάζεται ν’ ακούσεις

λένε τ’ όνομά σου κι ύστερα βάζουν τα κλάματα

Κλείσε τώρα!

Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε



Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας

και της ζοφερής υπεραξίας

Κάποιος με εγκεφαλική αιμορραγία περιφέρεται τριάντα και έξι ώρες

Από νοσοκομείο σε κλινική

Από θεραπευτήριο σε ιατρικό κέντρο

Από δωμάτιο σε διάδρομο

Από ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι ονειρευτήκαμε

ως την καθημερινή μας φρίκη

Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε



Από χθες ο ένας τηλεφωνεί στον άλλον

Πάντα με την ίδια ερώτηση: «τι έγινε;», «πώς έγινε;»

Ενώ θέλουμε μόνο να πούμε πόσο μας λείπεις

πόσο αδειάσαμε

πόσο δεν θα είσαι εκεί

πόσες σταγόνες σου θα διψάσουμε

και άλλα τόσα συνηθισμένα, όμως αδιανόητα αληθινά

Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε



Θέλω μόνο ν’ ανοίξω πάλι τα χαρτιά σου

Να ξεφυλλίσω τα λόγια σου

Ξέρεις μωρέ! Εκείνα που μου έλεγες με τις λέξεις των ανθρώπων και τα μάτια της επανάστασης

Γιατί πολλές οι κτητικές αντωνυμίες και κουραστήκαμε

Δικό μου

Δικό σου

Δικό του

Και περιμένω ακόμη τα δικά μας που μου υποσχέθηκες

Εφτά η ώρα το πρωί έξω από την «Ζώνη» στο Πέραμα

Να πουλάς εφημερίδα

χειμώνας

Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε



Θέλω μόνο εκείνα που μού ‘ταξες

μπολσεβίκους με τραγιάσκες

καπετάνιους στο βουνό

κι εργάτες στη διαδήλωση

Θέλω να είσαι εκεί όταν θα πέφτει η Σάντα Κλάρα

Όταν θα πέφτουν τα Θερινά Ανάκτορα

Όταν θα πέφτει η Βαστίλη

Να είσαι εκεί καλή μου

Να είσαι!

Κι ας μη μάθω ποτέ τι έφταιξε…

Εντάξει;

Nίκος Λεμονής