Monday, November 10, 2008

Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1)


«Ναι, πέρα για πέρα άνανδρος Λόλα, τον αρνούμαι τον πόλεμο με ό,τι έχει μέσα… Δεν τον θρηνώ εγώ… Δεν παραιτούμαι εγώ… Δεν τον μοιρολογάω… Τον αρνούμαι καθαρά και ξάστερα, κι όλους μαζί τους λεβέντες που περιέχει, δεν θέλω να ‘χω τίποτα να κάνω μαζί τους, μαζί του. Δεν πα να ‘ναι εννιακόσια ογδόντα πέντε εκατομμύρια του λόγου τους κι εγώ μονάχα ένας, αυτοί έχουν άδικο, Λόλα, κι εγώ έχω δίκιο, γιατί μόνο εγώ ξέρω τι θέλω: δεν θέλω πια να πεθάνω». (σ. 84)

«Κανόνια! Άνδρες! Πυρομαχικά!», να τι απαιτούσαν δίχως ποτέ να μοιάζουν αποκαμωμένοι οι πατριώτες. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ πια να κοιμηθούμε, καταπώς φαινόταν, όσο το φτωχό Βέλγιο και η αθώα μικρή Αλσατία δεν θα γλιτώναν απ’ τον γερμανικό ζυγό. Ήταν μια εμμονή που εμπόδιζε, μας διαβεβαίωναν, τους καλύτερους από μας ν’ ανασάνουν, να φάνε, να ζευγαρώσουν. Δεν φαινόταν παρ’ όλα αυτά να εμποδίζει τους επιζώντες να κάνουν χρυσές δουλειές. Το ηθικό ήταν ακμαίο στα μετόπισθεν, αυτό να λέγεται. (σ.105)

«Ως εδώ ωστόσο, τα κλεφτρόνια διατηρούσαν στη Δημοκρατία μας το πλεονέκτημα να τους αφαιρείται η τιμή να φέρουν τα πατριωτικά όπλα. Από αύριο όμως, αυτή η κατάσταση θα αλλάξει, από αύριο, ο κλέφτης εγώ θα ξαναπάρω τη θέση μου στο στρατό… Δόθηκε διαταγή…[…] Άρχισε να δέχεται κάθε θυσία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όλα τα κρέατα, η Πατρίς… Έγινε απείρως ελαστική στην επιλογή των μαρτύρων της η Πατρίς. Τώρα δεν υπάρχουν στρατιώτες ανάξιοι να φέρουν όπλα και κυρίως να πεθάνουν υπό τα όπλα και διά των όπλων… Θα με κάνουν, ιδού το τελευταίο ανακοινωθέν, ήρωα εμένα!... Πρέπει να ‘ναι άκρως επιτακτική η φρενίτιδα των σφαγών για ν’ αρχίζουν να συγχωρούν την κλοπή μιας κονσέρβας! Τι λέω; Να την ξεχνούν! Είναι ασφαλώς σύνηθες να θαυμάζουμε κάθε μέρα αρχικλεφταράδες, τη χλιδή των οποίων προσκυνούν οι πάντες, μαζί κι εμείς, που η ύπαρξή τους, ωστόσο, αποδεικνύεται, αν την καλοεξετάσεις, έγκλημα διαρκείας που καθημερινά ανανεώνεται, πλην όμως αυτοί οι άνθρωποι απολαμβάνουν δόξα, τιμές και εξουσία, τα κακουργήματά τους έχουν θεσπιστεί διά νόμου, ενώ όσο μακριά κι αν ανατρέξουμε στην ιστορία – και ξέρεις ότι με πληρώνουν για να τη γνωρίζω – όλα δείχνουν πως μια ανώδυνη μικροκλοπή, και κυρίως ευτελών τροφίμων, σαν το ξεροκόμματο, το σαλάμι ή το τυρί, επισύρει ανελλιπώς στον δράστη το δημόσιο όνειδος, την κατηγορηματική απόρριψη της κοινότητας, τις έσχατες ποινές, την αυτόματη ατίμωση και την ανεξιλέωτη καταισχύνη, κι αυτό για δύο λόγους, πρώτον, γιατί ο δράστης τέτοιων κακουργημάτων είναι κατά κανόνα φτωχός, κι αυτή η κατάσταση υποδηλώνει από μόνη της μια κεφαλαιώδη ατιμία, και δεύτερον γιατί η πράξη του εμπεριέχει ένα είδος σιωπηρής μομφής προς την κοινότητα. Η κλοπή του φτωχού γίνεται μια δόλια ατομική επανόρθωση, με καταλαβαίνεις;… Που πάμε; Κι έτσι η πάταξη των μικροκλοπών εφαρμόζεται, σημείωσε, απανταχού της γης, με άκρα δριμύτητα όχι μόνο ως μέσον κοινωνικής άμυνας, αλλά επιπροσθέτως και κυρίως ως αυστηρή σύσταση προς άπαντες τους δυστυχείς να μένουν στη θέση τους και στην κάστα τους, φρόνιμοι, χαρωπά καταδικασμένοι να ψοφάνε ανά τους αιώνας και επ’ άπειρον από πείνα και μιζέρια…[…] Να λιπαίνει τα χωράφια του άγνωστου αγρότη, αυτό είναι το αληθινό μέλλον του αληθινού στρατιώτη! […] Κι αν υπάρχουν κει μέσα τίποτα λέρες που αρνούνται να καταλάβουν τα υψηλά αυτά πράγματα, δεν έχουν παρά να πάνε να θαφτούν αμέσως μαζί με τους άλλους, όχι όμως απολύτως μαζί, αλλά στην άλλη άκρη του νεκροταφείου, υπό το ατιμωτικό επιτύμβιο των άνανδρων άνευ ιδανικών, γιατί θα ‘χουν χάσει οι αχρείοι αυτοί, το υπέροχο δικαίωμα σε μια ακρούλα σκιάς του δημοπρατημένου δημοτικού μνημείου, του ανεγερθέντος προς τιμήν των καθωσπρέπει νεκρών στην κεντρική αλέα, και θα ‘χουν επίσης χάσει το δικαίωμα να περισυλλέξουν κάτι από τον αντίλαλο του υπουργού που θα ‘ρθει πάλι τούτη την Κυριακή να κατουρήσει στου νομάρχη και να σκιρτήσει στεντορείως πάνω από τους τάφους μετά το γεύμα…». (σ. 85-90)

[Τα αποσπάσματα από το βιβλίο: Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008 – μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου].

No comments: